- πονοῦσι
- πονέωwork hardpres part act masc/neut dat pl (attic epic doric)πονέωwork hardpres ind act 3rd pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πονοῦσ' — πονοῦσα , πονέω work hard pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric) πονοῦσι , πονέω work hard pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric) πονοῦσι , πονέω work hard pres ind act 3rd pl (attic epic doric) πονοῦσαι , πονέω work hard pres … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επικάμπτω — (AM έπικάμπτω) 1. κάμπτω, λυγίζω κάτι ώστε να σχηματίσει γωνία, κυρτώνω 2. (αμτβ.) κυρτώνομαι μσν. μέσ. ἐπικάμπτομαι είμαι προσηνής, ευπροσήγορος («οὗτος συνήλγει πάσχουσι, συνέκαμνε πονοῦσι, τοῖς ξένοις ἐπεκάμπτετο, φίλους παρεμυθεῖτο», Κ.… … Dictionary of Greek